20 Τοπόσημα του 1821
στον Δήμο Κύμης - Αλιβερίου
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΗΓΗΘΕΙΣΑ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ
Εισαγωγικό Σημείωμα
Η σπουδαία στρατηγική θέση της Εύβοιας στον Ελλαδικό χώρο, η πλούσια χλωροπανίδα της και η γεωλογική της σύσταση καθόρισαν, από την περίοδο ακόμη της προϊστορίας, συνθήκες έντονης ανάπτυξης και παραγωγής πλούτου στο νησί, ενώ συγχρόνως αύξαναν την επιθυμία των διαφόρων επίδοξων κατακτητών για τον έλεγχο και την κατοχή του νησιού. Πόσο μάλλον για το κεντρικό τμήμα της Εύβοιας, που είναι το πλουσιότερο και πλέον πυκνοκατοικημένο, και σήμερα προσδιορίζεται στα διοικητικά όρια του σημερινού Καλλικρατικού Δήμου Κύμης Αλιβερίου.
«Ευβοίας άρχεις, Ελλάδος άρχεις» ήταν το στρατηγικό δόγμα του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, όταν με αφετηρία το μικρό αρχικά βασίλειο της Μακεδονίας στο Βορρά, ξεκίνησε την επεκτατική του πορεία προς νότια, θέτοντας σαν άμεση προτεραιότητα τον έλεγχο της Εύβοιας, τον οποίο απέκτησε το 338 π.Χ. μετά τη μάχη της Χαιρώνειας.
«Μήλον της έριδος», λοιπόν, η Εύβοια, και «πολύφερνη νύφη» ανέκαθεν, βρέθηκε κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου του Μεσαίωνα κάτω από δύο συνεχόμενους κατακτητές: τους Ενετούς από το 1204 έως το 1470 και τους Τούρκους από το 1470 έως το 1833.
Οι σταυροφόροι κατέκτησαν την Εύβοια το φθινόπωρο του 1204 με τον Λατίνο βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο Μομφερατικό, ο οποίος χώρισε διοικητικά την Εύβοια σε τρία τριτημόρια, την διοίκηση των οποίων ανέλαβαν αρχικά τρεις Λομβαρδοί βαρόνοι. Σταδιακά, ωστόσο, ο έλεγχος της νήσου πέρασε στα χέρια των Βενετών.
Στις 12 Ιουλίου του 1470, ο Μωάμεθ ο Β’ κατέλαβε τη Χαλκίδα και εν συνεχεία ολόκληρο το νησί, ύστερα από μια ηρωική και απεγνωσμένη αντίσταση των Βενετών και των Ελλήνων υπερασπιστών της. Για 363 χρόνια, ολόκληρη η Εύβοια στέναζε από τις βαρβαρότητας των Τούρκων κατακτητών, που δεν δίστασαν να υποβάλλουν τους Ευβοείς και τους Βενετούς στα χειρότερα μαρτυρία από κάθε άλλη περιοχή, με εξαίρεση, ίσως, την Κρήτη. Ιδιαίτερα στα χωριά της Εύβοιας, οι κάτοικοι έζησαν ταπεινώσεις και εξευτελισμούς κάτω από την τουρκική καταπίεση.
Σύμφωνα με έρευνα του Γεωργίου Φουσάρα που δημοσιεύθηκε το 1964, “όχι μόνο σχολεία δεν άφηναν οι Τούρκοι να συσταθούν και να λειτουργούν, όχι μόνο δάσκαλοι δεν επιτρέπονταν να μετακινηθούν προς την ύπαιθρο, μα μήτε παπάδες δεν βρίσκουν οι Ευβοείς να τους βαφτίσουν, να τους στεφανώσουν και να τους ψάλλουν τις νεκρικές ευχές”.
Έτσι, στο τέλος της ελληνικής επανάστασης, ο ερχομός του Όθωνα βρήκε την Εύβοια με κατεστραμμένη την οικονομία και τον πληθυσμό σε απερίγραπτη πνευματική αθλιότητα.
Μεταξύ των δύο κατακτητών, είναι σαφές ότι, παρά τα κοινά τους σημεία, υπάρχουν ειδοποιοί διαφορές που έχουν να κάνουν με τη φύση και τους στόχους των επιδρομέων. Τα κίνητρα των σταυροφόρων, ενώ στην αρχή ήταν καθαρά θρησκευτικά και ιερά, κατέληξαν σε τυχοδιωκτισμό με οικονομικό όφελος. Ωστόσο, η κοινή αφετηρία των θρησκευτικών δογμάτων Ελλήνων και Λατίνων (ορθοδοξία – καθολικισμός) συνέτεινε ώστε η περίοδος αυτή να καταγραφεί ιστορικά σαν μία απόπειρα επέκτασης της Δύσης προς την Ανατολή, υπό το δεδομένο και της φθίνουσας παρακμιακής πορείας του Βυζαντίου, που είχε ξεκινήσει ήδη από τον 11ο αιώνα. Ασφαλώς, ήταν μια δυσάρεστη παρένθεση για την Εύβοια, «ελαφρύτερη» πάντως της βάρβαρης και ανελέητης τουρκικής κυριαρχίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, και μετά την ατυχή έκβαση της εξέγερσης τον Φεβρουάριο του 1821, υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες περιοχές, η επανάσταση ξεκινά κεντρικά το Μάρτη του 1821, με κύρια πεδία δράσης στην Πελοπόννησο (Μάνη και Αχαΐα). Τον Απρίλιο, η επαναστατική φλόγα εξαπλώθηκε σχεδόν παντού. Η επανάσταση στην Εύβοια ξεκίνησε στις 8 Μαΐου του 1821 από τη Λίμνη και το Ξηροχώρι.
Ωστόσο, έμελλε να αντιμετωπίσει εξαιρετικές δυσκολίες, αφού ιδιαίτερες συνθήκες συντελούσαν σε αυτό. Με τα δύο οχυρά που δέσποζαν στο στενό του Ευρίπου, από τη μια της Χαλκίδας και από την άλλη του Καράμπαμπα στην απέναντι ακτή, είχαν εξασφαλίσει οι Τούρκοι την κυριαρχία τους στο νησί. Επιπλέον, στην Εύβοια, εκτός από την κεντρική διοίκηση στη Χαλκίδα, όπου ήταν και η έδρα του Πασά, υπήρχαν και ξεχωριστές διοικήσεις στην Κάρυστο και στο Ξηροχώρι. Ο τουρκικός στόλος είχε τη δυνατότητα να φθάσει στον Εύριπο και από τον Βόρειο και από τον Νότιο Ευβοϊκό, λεηλατώντας και καίγοντας τα χωριά κοντά στη θάλασσα.
Οι λόγοι που η εξέγερση των Ευβοέων δεν τελεσφόρησε μπορούν να συνοψιστούν ως κατωτέρω:
- Στην Εύβοια δεν υπήρχαν αρκετά ένοπλα σώματα κλεφτών και αρματολών.
- Οι φοβερές διώξεις των Τούρκων είχαν αποδεκατίσει των ελληνοχριστιανικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα το 1821 να υπάρχουν ελάχιστες οικογένειες, αφού επιπρόσθετα η ασφάλεια που παρείχε το νησί αύξανε συνεχώς τον τουρκικό πληθυσμό σε βάρος των γηγενών.
- Ο αριθμός των κατοίκων της περιοχής του νυν Δήμου Κύμης-Αλιβερίου που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία ήταν ελάχιστος, ενώ οι προεστοί της περιοχής δεν προετοίμασαν επαρκώς τον κόσμο για την εξέγερση.
- Αυτοί που σχεδίασαν κεντρικά και ηγήθηκαν της προετοιμασίας και της οργάνωσης του απελευθερωτικού αγώνα του ‘21, κυρίως από Πελοπόννησο και Ρούμελη, φαίνεται ότι άφησαν εκτός των αρχικών τους σχεδιασμών την περιοχή της Κεντρικής Εύβοιας, ίσως και ολόκληρης της Εύβοιας.
- Μετά τον πρόωρο θάνατο, στις αρχές της επανάστασης, του σπουδαίου οπλαρχηγού Αγγελή Γοβιού στη μάχη των Βρυσακίων, δεν υπήρξε ηγέτης ανάλογου διαμετρήματος που να καταφέρει να εμπνεύσει και να συσπειρώσει τις αντιμαχόμενες φατρίες στην Εύβοια, αλλά και να αξιοποιήσει τη δύναμη και τον ενθουσιασμό του λαού.
Έτσι, λοιπόν, οι Ευβοείς επαναστάτες δεν κατάφεραν να αποτινάξουν τον Τουρκικό ζυγό με τα όπλα, και οι Τούρκοι παρέμεναν γαντζωμένοι στο νησί, μέχρις ότου να αποζημιωθούν πλήρως για τα κτήματα που παράνομα κατείχαν. Όμως, οι φτωχοί και εξαθλιωμένοι Ευβοείς δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τα αγοράσουν, γεγονός που οδήγησε σε κατοχή του μεγαλύτερου μέρους της γης από εύπορους ντόπιους και ξένους τσιφλικάδες, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση εκείνη του Αλέξανδρου Κοντόσταυλου. Φυσικά, οι κάτοικοι αντέδρασαν σ’ αυτήν την αδικία, αλλά χρειάστηκαν πολλά χρόνια δικαστικών αγώνων και κυβερνητικών παρεμβάσεων για να επανέλθουν τα κτήματα στους πραγματικούς δικαιούχους.
Παρόλα αυτά, στις 7 Απριλίου του 1833, χρειάστηκε η αντιβασιλεία του Όθωνα να στείλει τον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό για να παραλάβει το φρούριο της Χαλκίδας, υπό την απειλή όπλων, από τον Τούρκο διοικητή Χατζή Ισμαήλ.
Από τον ηρωικό αγώνα των Ευβοέων επαναστατών του 1821 επιλέχθηκαν ενδεικτικά τοπόσημα, εντός των ορίων του σημερινού καλλικρατικού Δήμου Κύμης-Αλιβερίου, όπου έλαβαν χώρα επαναστατικά γεγονότα και συγκρούσεις των Ελλήνων με τους Τούρκους κατακτητές, για τα οποία η σχετική πληροφόρηση είναι βασισμένη στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Η επιλογή αυτή ασφαλώς είναι υποκειμενική και δεν διεκδικεί το αλάθητο. Έγινε, ωστόσο, προσπάθεια να υπάρχει δίκαιη γεωγραφική κατανομή στα όρια του Δήμου Κύμης-Αλιβερίου.
Πολύτιμη πηγή πληροφόρησης και άντλησης ιστορικών ήταν το μνημειώδες έργο του Ναθαναήλ Ιωάννου «Ευβοϊκά: Ήτοι ιστορία, περιέχουσα τεσσάρων ετών πολέμους της νήσου Εύβοιας», που εκδόθηκε το 1857 στη Σύρο, καθώς και η αυθεντική πηγή περί των θεμάτων αυτών του ιατρού Κωνσταντίνου Γουναρόπουλου «Ιστορία της νήσου Ευβοίας», που εκδόθηκε το 1930 στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με έγκριτους ιστορικούς, τα δύο αυτά συγγράμματα είναι σπουδαίες πηγές πληροφόρησης της εποποιίας αυτής, η οποία διεξήχθη κατά την επανάσταση στην ηρωική μεγαλόνησο. Ειδικότερα, ο Ναθαναήλ Ιωάννου ήταν αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων και μας παρέχει με το ως άνω έργο του έγκυρες ιστορικές πληροφορίες, διότι γνώριζε πρόσωπα και γεγονότα. Υπήρξε πρότυπο αρετής και φιλοπατρίας. Χάριν της πατρίδας, εγκατέλειψε τη θέση του αρχιμανδρίτη, πήρε στα χέρια του το καριοφίλι, κατήρτισε δικό του σώμα επαναστατών και πολέμησε στην Εύβοια, στην Αττική και στο Μεσολόγγι, όπου τραυματίστηκε βαριά.
Υπεύθυνος για την έρευνα και σύνταξη των κειμένων του παρόντος έργου είναι ο κ. Γιώργος Τζάνης, Πρόεδρος του Τμήματος Αλιβερίου της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών.
Παρόλα αυτά, στις 7 Απριλίου του 1833, χρειάστηκε η αντιβασιλεία του Όθωνα να στείλει τον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό για να παραλάβει το φρούριο της Χαλκίδας, υπό την απειλή όπλων, από τον Τούρκο διοικητή Χατζή Ισμαήλ.
Από τον ηρωικό αγώνα των Ευβοέων επαναστατών του 1821 επιλέχθηκαν ενδεικτικά τοπόσημα, εντός των ορίων του σημερινού καλλικρατικού Δήμου Κύμης-Αλιβερίου, όπου έλαβαν χώρα επαναστατικά γεγονότα και συγκρούσεις των Ελλήνων με τους Τούρκους κατακτητές, για τα οποία η σχετική πληροφόρηση είναι βασισμένη στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Η επιλογή αυτή ασφαλώς είναι υποκειμενική και δεν διεκδικεί το αλάθητο. Έγινε, ωστόσο, προσπάθεια να υπάρχει δίκαιη γεωγραφική κατανομή στα όρια του Δήμου Κύμης-Αλιβερίου.
Πολύτιμη πηγή πληροφόρησης και άντλησης ιστορικών ήταν το μνημειώδες έργο του Ναθαναήλ Ιωάννου «Ευβοϊκά: Ήτοι ιστορία, περιέχουσα τεσσάρων ετών πολέμους της νήσου Εύβοιας», που εκδόθηκε το 1857 στη Σύρο, καθώς και η αυθεντική πηγή περί των θεμάτων αυτών του ιατρού Κωνσταντίνου Γουναρόπουλου «Ιστορία της νήσου Ευβοίας», που εκδόθηκε το 1930 στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με έγκριτους ιστορικούς, τα δύο αυτά συγγράμματα είναι σπουδαίες πηγές πληροφόρησης της εποποιίας αυτής, η οποία διεξήχθη κατά την επανάσταση στην ηρωική μεγαλόνησο. Ειδικότερα, ο Ναθαναήλ Ιωάννου ήταν αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων και μας παρέχει με το ως άνω έργο του έγκυρες ιστορικές πληροφορίες, διότι γνώριζε πρόσωπα και γεγονότα. Υπήρξε πρότυπο αρετής και φιλοπατρίας. Χάριν της πατρίδας, εγκατέλειψε τη θέση του αρχιμανδρίτη, πήρε στα χέρια του το καριοφίλι, κατήρτισε δικό του σώμα επαναστατών και πολέμησε στην Εύβοια, στην Αττική και στο Μεσολόγγι, όπου τραυματίστηκε βαριά.
Υπεύθυνος για την έρευνα και σύνταξη των κειμένων του παρόντος έργου είναι ο κ. Γιώργος Τζάνης, Πρόεδρος του Τμήματος Αλιβερίου της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών.